- επιτεχνητός
- ἐπιτεχνητός, -όν (θηλ. και -ή) (Α) [επιτεχνώμαι]ο έντεχνα ή τεχνητά κατασκευασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτεχνητοῦ — ἐπιτεχνητός artificially made masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτεχνητῶν — ἐπιτεχνητός artificially made masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπιτέχνητος — ἀνεπιτέχνητος, ον (Α) ο φτιαγμένος χωρίς σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιτεχνητός «ο κατασκευασμένος με τέχνη» < επιτεχνωμαι] … Dictionary of Greek